παρατριψις

παρατριψις
    παράτριψις
    παρά-τριψις
    -εως ἥ трение Arst., Plut., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παρατριψις" в других словарях:

  • παράτριψις — rubbing against one another fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτριψις — ἡ, ΜΑ [παρατρίβω] ελαφρή τριβή, ελαφρό, ανεπαίσθητο άγγιγμα («κατὰ παράτριψιν καὶ σύγκρουσιν νεφῶν», Διογ. Λαέρ.) αρχ. 1. η προστριβή δύο σωμάτων μεταξύ τους, η τριβή ενός σώματος με άλλο 2. (για πολύτιμες ύλες) η τριβή μιας ύλης κοντά ή δίπλα σε …   Dictionary of Greek

  • παρατρίψει — παράτριψις rubbing against one another fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρατρίψεϊ , παράτριψις rubbing against one another fem dat sg (epic) παράτριψις rubbing against one another fem dat sg (attic ionic) παρατρί̱ψει , παρατρίβω rub beside aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίψεις — παράτριψις rubbing against one another fem nom/voc pl (attic epic) παράτριψις rubbing against one another fem nom/acc pl (attic) παρατρί̱ψεις , παρατρίβω rub beside aor subj act 2nd sg (epic) παρατρί̱ψεις , παρατρίβω rub beside fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίψεσι — παράτριψις rubbing against one another fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίψεσιν — παράτριψις rubbing against one another fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίψιος — παράτριψις rubbing against one another fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτριψιν — παράτριψις rubbing against one another fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίψεων — παρατρίψεω̆ν , παράτριψις rubbing against one another fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρίψεως — παρατρίψεω̆ς , παράτριψις rubbing against one another fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»